ἰσοσκελοῦς

ἰσοσκελοῦς
ἰσοσκελής
with equal legs
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Θαλής ο Μιλήσιος — (τέλη 7ου – αρχές 6ου αι. π.Χ.). Φιλόσοφος και μαθηματικός. Θεωρείται ο ιδρυτής της ιωνικής σχολής ή της σχολής της Μιλήτου, διότι έθεσε πρώτος το πρόβλημα της γενικής αρχής όλων των πραγμάτων, που για τον ίδιο ήταν το υγρό στοιχείο. Ως… …   Dictionary of Greek

  • ισόθερμες καμπύλες — Ονομασία της γραμμής, στο φασικό διάγραμμα ενός συστήματος, η οποία ενώνει όλα τα σημεία που αντιστοιχούν στην ίδια θερμοκρασία (Τ). Η εξίσωση της ισόθερμης μεταβολής ενός ιδανικού αερίου είναι ΡV = RΤ = σταθερά, όπου Ρ, V η πίεση και ο όγκος του …   Dictionary of Greek

  • ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… …   Dictionary of Greek

  • δέλτα — Συσσώρευση υλών που μεταφέρει ένας ποταμός και αποθέτει στις εκβολές του στη θάλασσα ή σε λίμνη· με τον ίδιο όρο χαρακτηρίζεται ένας ιδιαίτερος τύπος στομίου ποταμού, στο οποίο η δράση των αλουβιακών αποθέσεων είναι μεγαλύτερη από τη διαβρωτική… …   Dictionary of Greek

  • ισοσκελής — ές (ΑΜ ἰσοσκελής, ές) αυτός που έχει ίσα τα δύο του σκέλη, τα δύο αντίστοιχα μέρη του («ισοσκελές τρίγωνο» το τρίγωνο που έχει τις δύο πλευρές ίσες) 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσοσκελές η ιδιότητα τού ισοσκελούς νεοελλ. φρ. «ἱσοσκελής προϋπολογισμός»… …   Dictionary of Greek

  • μηνίσκος — I (Ανατ.). Ινοχόνδρινος σχηματισμός που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο αρθρικών επιφανειών, με προορισμό να βελτιώνει την εφαρμογή τους. Από το αρθρικό σύστημα του ανθρώπου αναφέρεται ο μ. της γναθοκροταφικής άρθρωσης, που βρίσκεται ανάμεσα στον… …   Dictionary of Greek

  • σφήνα — Απλό εργαλείο που αποτελείται από ένα στερεό ανθεκτικό σώμα πρισματικής μορφής με διατομή ισοσκελούς τρίγωνου. Με το εργαλείο αυτό εξασκούνται στις δύο ίσες πλευρές του τρίγωνου (πλευρά της σ.) δυνάμεις ανώτερες εκείνων που εξασκούνται στη βάση… …   Dictionary of Greek

  • τρισοκτάεδρο — το, Ν (κρυσταλλ.) κρυσταλλική μορφή που απαντά στο κυβικό σύστημα και αποτελείται από 24 έδρες, σχήματος η καθεμία ισοσκελούς τριγώνου, οι οποίες ανά τρεις καλύπτουν τη θέση μιας οκταεδρικής έδρας, αλλ. πυραμιδοσκεπές οκτάεδρο. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • τριστετράεδρο — το, Ν (κρυσταλλ.) κρυσταλλική μορφή που απαντά στο κυβικό σύστημα και αποτελείται από 12 έδρες, σχήματος ισοσκελούς τριγώνου, οι οποίες ανά τρεις καλύπτουν την θέση μιας τετραεδρικής έδρας και είναι αντίστοιχες τών εδρών τού τρισοεκταέδρου, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • Πρέβεζας, νομός — Διοικητική διαίρεση της Ηπείρου στο νοτιοδυτικό άκρο της. Έχει σχήμα ισοσκελούς τριγώνου και συνορεύει στα Β με τους νομούς Θεσπρωτίας και Ιωαννίνων, στα Α με τον νομό Άρτας, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται, αντίστοιχα, από τον Αμβρακικό και από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”